- κανόνεγος
- κανόνεγος, ὁ (Μ)βλ. κανόνικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανόνικος — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek